κατάδεσμος (ο) μαγική πράξη που πιστεύεται ότι προκαλεί εμπόδιο ή βλάβη σε κάποιον ή ότι τον αναγκάζει να κάνει κάτι Μπαμπινιώτη Γ.(2002) ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΑΘΗΝΑ, ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ κατάδεσμος
© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.